- αντηχείο
- τοακουστική διάταξη ενίσχυσης ήχων, π.χ. το ηχείο του πιάνου και των εγχόρδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντηχείο — αντηχείο, το και αντηχητής, ο συσκευή κατάλληλη για την ενίσχυση του ήχου: Οι εκκλησίες έχουν συνήθως στους τοίχους τους αντηχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντηχείο, ηλεκτρομαγνητικό — Μέρος του χώρου που περικλείεται από μεταλλικά τοιχώματα και το οποίο μπορεί να γίνει έδρα ενός συστήματος στάσιμων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Για την παραγωγή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων υψηλής συχνότητας (μέχρι 30.000 MHz) χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek
Χερτς, Χάινριχ Ρούντολφ — (Hertz, Αμβρούργο 1857 – Βόνη 1894). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε φυσική και μηχανική πρώτα στο Μόναχο και κατόπιν στο Βερολίνο όπου, αφού αναγορεύτηκε διδάκτορας, έγινε βοηθός του Χέλμχολτς, ο οποίος τον έβαλε στις έρευνες επί των… … Dictionary of Greek
ηχείο — Πηγή ήχων που αποτελείται από μεγάφωνα του ίδιου τύπου, συμφασικά, τα οποία στηρίζονται σε κοινό ειδικό στήριγμα. Τα μεγάφωνα αυτά (ηλεκτροδυναμικά) τοποθετούνται σε κοινό πλαίσιο και συνδέονται με κοινό μετασχηματιστή, κατάλληλο για την… … Dictionary of Greek
λαρυγγισμός — ο (Α λαρυγγισμός) [λαρυγγίζω] νεοελλ. 1. φωνή που εξέρχεται κατευθείαν από τον λάρυγγα χωρίς αλλοίωση από το αντηχείο τού στόματος 2. καλλωπισμός τού άσματος υψιφώνων με ταχύτατη επαλληλία φθογγοσήμων σε ένα φωνήεν 3. το κελάηδημα μερικών πτηνών… … Dictionary of Greek
στηθοσκόπιο — (Ιατρ.). Ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση της καρδιάς, του θώρακα και περιοχών του σώματος, όπου δεν εφαρμόζει καλά το αυτί (υπερκλείδιοι βόθροι, μασχαλιαία κοιλότητα κ.ά.). Στην απλούστερή του μορφή πρόκειται για έναν κοίλο… … Dictionary of Greek